ζεστοκόπημα

ζεστοκόπημα
το, -ατος
ζέσταμα υπερβολικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζεστοκόπημα — το [ζεστοκοπώ] 1. ζέσταμα, θέρμανση 2. ακτινοβολία θερμότητας …   Dictionary of Greek

  • ζέσταμα — το, ατος θέρμανση, ζεστοκόπημα, ξαναζέσταμα: Το ζέσταμα του φαγητού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”